Ο Θεόδωρος Αρεταίος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1829. Τον Οκτώβριο του 1848 ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και λίγο πριν τη λήψη του πτυχίου μετέβη στην Ιατρική Σχολή του Βερολίνου, όπου αποφοίτησε και αναγορεύτηκε διδάκτωρ της ιατρικής το 1853. Συνέχισε την ιατρική του εκπαίδευση στη Βιέννη και στο Παρίσι. Επιστρέφοντας τοποθετείται το 1856 προϊστάμενος του χειρουργικού τμήματος της νεοϊδρυθείσας Αστυκλινικής. Εκλέχθηκε Υφηγητής της Εγχειρητικής και της Επιδεσμιολογίας το 1863 και το 1864 έκτακτος Καθηγητής της Χειρουργικής. Το 1870 εκλέχθηκε τακτικός Καθηγητής της Χειρουργικής Κλινικής. Το ακαδημαϊκό έτος 1873-4 διετέλεσε Κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής και το 1879-1880 Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε επιδεξιότατος χειρουργός, του οποίου η φήμη ξεπερνούσε τα όρια του τότε ελληνικού κράτους, γι’ αυτό και πολλοί ασθενείς εξ Ανατολής έρχονταν στην Αθήνα για να χειρουργηθούν από εκείνον. Έχαιρε της εκτίμησης των συναδέλφων του και του σεβασμού των φοιτητών του. Η κηδεία του συνοδεύθηκε από πάνδημο πένθος. Κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από τη μεγάλη του περιουσία, ένα εκατομμύριο δραχμές, τεράστιο ποσό για την εποχή, με σκοπό τη δημιουργία χειρουργικής και γυναικολογικής κλινικής, έργο που πραγματώθηκε με την ίδρυση του Αρεταίειου Νοσοκομείου, του πρώτου αμιγώς πανεπιστημιακού νοσοκομείου στην Ελλάδα. Στη διαθήκη του δεν λησμόνησε το νοσοκομείο Ελπίς, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, το Πτωχοκομείο, το Οφθαλμιατρείο, το Εθνικό Ωδείο, τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», την Εταιρεία των Φίλων του Λαού και τον ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Το έργο του Εγχειρίδιον Χειρουργικής (1880) αποτελεί το πρώτο ελληνικό σύγγραμμα χειρουργικής. Θαυμαστής του μεγάλου Έλληνα ιατρού του 2ου μ.Χ. αιώνα Αρεταίου του Καππαδόκη, άλλαξε με Βασιλικό Διάταγμα το επίθετό του από Κωνσταντινίδης σε Αρεταίος.