Η προσφορά της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών στην κοινωνία και την εκπαίδευση
Οι ελλείψεις της πόλης, απειλές για την υγεία
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, το ζήτημα της ύδρευσης, η ελλιπής οδοποιία, η έλλειψη συστήματος αποχέτευσης και η αδυναμία αντιμετώπισης έκτακτων καιρικών συνθηκών, δημιουργούν εκτεταμένες εστίες μόλυνσης στις αθηναϊκές συνοικίες.
Οι κάτοικοι ταλαιπωρούνται από πληθώρα νοσημάτων, όπως: διαλείποντα πυρετό, νευραλγία, φαρυγγίτιδα, ραχιαλγία, πλευρίτιδα, ρευματισμούς, διάρροια και δυσεντερία.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), εμφανίζονται επιδημίες όπως: η πανώλη, η γρίπη και ο εξανθηματικός τύφος.
Η άφιξη στρατιωτών και προσφύγων που επιστρέφουν από το μικρασιατικό μέτωπο, το 1922, δημιουργεί εκρηκτικές υγειονομικές συνθήκες.
Στους χώρους προσωρινής εγκατάστασης των προσφύγων χρησιμοποιούνται κοινόχρηστα αυτοσχέδια αποχωρητήρια από σανίδες, απουσιάζει σύστημα αποχέτευσης, συγκεντρώνονται λασπόνερα, ενώ το πόσιμο νερό δεν είναι ασφαλές. Αντικείμενα, ρούχα και σκεπάσματα μοιράζονται και επαναχρησιμοποιούνται, χωρίς απολύμανση. Ο τύφος, η γρίπη, η φυματίωση και το τράχωμα μαστίζουν την Αθήνα και τον Πειραιά. Η εσωτερική μετανάστευση και ο συνωστισμός διευκολύνει τη μετάδοση των μικροβίων.
Η Αννίκα Χαριτωνίδου, πρόσφυγας από το Κέσι της Καππαδοκίας, αφηγείται:
«Από τις κακουχίες και τα βάσανα αρρώστησε το παιδί μου. Κάθισα πάνω του: “Παναγία μου, όλα τα έχασα και την κόρη μου θα τη χάσω;”. Τρεις τέσσερις μήνες καθίσαμε στην εκκλησία. Το παιδί μου στον ένα μήνα έγινε καλά. Μετά μας κάμανε παράγκες σε ένα μέρος όπου η ομίχλη δεν σηκώνεται...
Οι ντόπιοι φωνάζανε: “Οι πρόσφυγες έρχονται, εδώ πέρα να μην μπαίνουν”. Και κλείνανε τις αποθήκες τους, και κλείνανε τα σχολεία τους, και κλείνανε τα καφενεία τους, και κλείνανε τα σπίτια τους. Να μην πλησιάσομε, να μην αγγίζομε πάνω τους, στην πόρτα τους, στους τοίχους των σπιτιών τους.
Δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, ήμασταν μικρόβια».
(Μαρτυρία Αννίκας Χαριτωνίδου από το Κέσι. Πηγή: Η Έξοδος, Μαρτυρίες από τις επαρχίες της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας, Τόμος Β΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών).
Τη νοσηρότητα των ασθενειών αυξάνουν οι ελλείψεις των σχολείων που εκθέτουν την υγεία των παιδιών και των δασκάλων σε κίνδυνο.
Σύμφωνα με έκθεση του υγειονομικού επιθεωρητή τα «οὐρητήρια εὑρίσκονται σὲ ἀθλίαν κατάστασιν», οι χώροι είναι ανεπαρκείς, ενώ τα δάπεδα, οι σκάλες, τα παράθυρα και οι αυλές χρήζουν συντήρησης.
Ανάμεσα στις ασθένειες που προσβάλλουν τους μαθητές, καταγράφονται η φυματίωση, η ελονοσία, οι οφθαλμικές και οι δερματικές παθήσεις.
Οι ασθένειες που πλήττουν τους εκπαιδευτικούς, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, είναι η φυματίωση και οι ψυχικές νόσοι.
Η κακή διαβίωση των μαθητών και των καθηγητών, το ακατάλληλο περιβάλλον διδασκαλίας και η ανθυγιεινή τροφή επιδεινώνουν την κατάσταση των ασθενών.
Αντιλαμβανόμενος την σπουδαιότητα της μελέτης του αστικού περιβάλλοντος στην δημόσια υγεία, ο Καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Γεώργιος Βάφας (1850-1911) εισάγει στον χώρο της ιατρικής το αντικείμενο της Κλιματολογίας.
Χάρη σε αυτόν, ξεκινά η μελέτη των κλιματολογικών χαρακτηριστικών των συνοικιών της Αθήνας. Ο Γεώργιος Βάφας παρατηρεί τα ποσοστά νοσηρότητας και υποδεικνύει την ανάγκη αναδασώσεων, εγγειοβελτιωτικών έργων και πλακόστρωσης των δρόμων, ενώ συμβάλλει στη σύσταση της Εταιρείας Υγιεινής.